ἀερσιλόφοιο — ἀερσίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιλόφοισιν — ἀερσίλοφος high crested masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιλόφου — ἀερσίλοφος high crested masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιλόφους — ἀερσίλοφος high crested masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιλόφων — ἀερσίλοφος high crested masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιλόφῳ — ἀερσίλοφος high crested masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
βωτιάνειρα — βωτιάνειρα, η (Α) (για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι (< βόσκω*), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο + άνειρα, θηλ. του ανήρ*. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
δεισιδαίμονας — ο (AM δεισιδαίμων, ον) αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός αρχ. 1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής 2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» δεισιδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών… … Dictionary of Greek
δεξίδωρος — δεξίδωρος, ον (Α) αυτός που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek